Λάκαινα

ΣΥΛΛΟΓΗ «ΛΑΚΑΙΝΑ»

«Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΗΣ ΛΑΚΑΙΝΑΣ

Η λέξη «τέχνη» προέρχεται από την ρίζα ΤΕΚ όπως και το ρήμα «τίκτω». Από αυτήν την ρίζα, κατά τον Κούρτιο (ιστοριογράφος) προέρχονται οι λέξεις : τέκτων, τόκος, τεκμαίρομαι, τέκνον.

Κατά τον ακαδημαϊκό κ. Κων. Τσάτσο «η σύνδεσις της τέχνης με τον μύθο συντελείται μεγαλόπρεπα και πληθωρικά στον Ελληνικό κόσμο. Ο μυθικός κόσμος, που πλάστηκε στην ομηρική Ελλάδα, αποτελεί ένα από τα κύρια βάθρα της τέχνης και του πολιτισμού της Ευρώπης και όλων των άλλων χωρών της Οικουμένης».
Ο Ιωάννης Κακριδής λέγει ότι «όταν θέλουμε να διαπιστώσουμε τα ιδεώδη ενός λαού, δεν είναι μόνο η ιστορική του πορεία στην Γη αυτό που πρέπει να μελετήσουμε. Πολύ περισσότερο μας βοηθεί να σκύψουμε πάνω στη μυθολογία του. Έτσι η ενασχόληση με τον μύθο, μας ανοίγει τον δρόμο να γνωρίσουμε την πνευματική ιστορία του ελληνικού λαού αλλά και τον χαρακτήρα του».

Οι αρχαίοι Έλληνες προίκισαν με ομορφιά θεούς και ήρωες και κανένας άλλος λαός στον κόσμο δεν λάτρεψε τόσο την ομορφιά όσο αυτοί. Στις γυναίκες, θεές και θνητές, η εξύμνηση της ομορφιάς ήταν συχνή, διότι το κάλλος τότε ήταν μια από τις κύριες αρετές μιας γυναίκας. Μερικοί χαρακτηρισμοί όπως «καλή, περικαλλής», ή έπαινοι που αναφέρονταν στα μαλλιά της «καλλίκομος και ευπλόκαμος», ή στα μάτια της «βοώπις», στο πρόσωπο «καλλιπάρειος», ή στα άκρα «λευκώλενος, καλλίσφυρος», κλπ., συνοδεύουν πολλές από αυτές στα αρχαία μας κείμενα. Ο Όμηρος περιγράφει τις γυναίκες με σεβασμό και τις προικίζει με πολλά θετικά στοιχεία. Η θέση της γυναίκας στην Ομηρική Ελλάδα ήταν πολύ πιο πάνω από ότι στην Ελλάδα του Περικλή. Μέσα από τον πυρήνα του Τρωικού πολέμου βλέπουμε την σημαντικότητα που είχε το κάλλος της γυναίκας για τον ηρωικό κόσμο. Όπως λέει ο Ντυράν στην «Ιστορία του Πολιτισμού» του «η ομορφιά της Ελένης εξωραΐζει έναν πόλεμο. Χωρίς την γυναίκα, ο ομηρικός ήρωας θα ήταν ένας αγροίκος. Αυτή του διδάσκει την ευγένεια, τον ιδεαλισμό και τους ήπιους τρόπους». Μια τέτοια Ομηρική γυναίκα λοιπόν, ξακουστή για την ομορφιά της, είναι η Λάκαινα. Η γυναίκα που γεννήθηκε στην «καλλιγύναικα Λακεδαίμονα», όπως λέει ο Όμηρος. Η γυναίκα για την οποία χρησμοδότησε η Πυθία προς τους Αιγιείς ότι ήταν ένα από τα τρία ομορφότερα πράγματα στον κόσμο. Αργότερα η αρχαία τραγωδία την έκανε πρωταγωνίστρια και τελικά διαχρονική Ομηρική Ελληνίδα.

Η διαχρονικότητα των αξιών της ελληνικής αρχαιότητας επιβάλλει σ’ εμάς τους Έλληνες να μην περιοριζόμαστε στην θεωρητική προσέγγιση τους με ιστορικές αναδρομές και επιστημονικές αναλύσεις, αλλά να χρησιμοποιούμε τα διδάγματά τους στη σύγχρονη ζωή, και, αν μπορούμε, να προχωρούμε ένα βήμα παραπάνω μετατρέποντας το παρελθόν σε πηγή έμπνευσης και οδηγό πρωτοπόρας δημιουργίας. Γι’ αυτό ο ιδανικότερος ίσως τρόπος παρουσίασης της διαχρονικότητας της Ομηρικής Ελληνίδας, της γυναίκας κόσμημα της αρχαιότητας, είναι μέσα από την τέχνη του κοσμήματος. Διότι το κόσμημα δεν είναι μόνο ένα μέσον στολισμού, αλλά είναι και ένα διαχρονικό αντικείμενο τέχνης, συνδεδεμένο με σημαντικές στιγμές της ζωής των ανθρώπων, που η μελέτη του εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την εξελικτική πορεία των πολιτισμών. Αυτό το τόσο λατρεμένο σ’ όλες τις εποχές αντικείμενο θα γίνει η γραφίδα για την διήγηση του Λακωνικού Κύκλου της Μυθολογίας μας, με πρωταγωνίστρια την Λάκαινα, την διαχρονική Ομηρική Ελληνίδα, που παίρνοντας διάφορες γυναικείες μορφές μετατρέπεται σε γυναίκες σύμβολα, μυθικές, ιδεατές ή μη, που το πέρασμά τους μέσα απ’ τους αιώνες τις κάνει να φαίνονται χθεσινές, σημερινές? τις κάνει να μοιάζουν ζωντανές ανάμεσά μας, αφού μπορούμε να αναγνωρίσουμε σ’ αυτές κομμάτια του δικού μας εαυτού, της δικής μας ψυχής.

Οδηγός σ’ αυτό το ασυνήθιστο ταξίδι θα γίνει η Πέννα, που συμβολίζει αφενός τα κείμενα που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, για να μπορούμε ακόμη και σήμερα να τα χρησιμοποιούμε σαν πηγές έμπνευσης για νέες δημιουργίες και αφετέρου το γεγονός, ότι η τέχνη του καλλιτεχνικού κοσμήματος μπορεί να είναι μια άλλη γλώσσα επικοινωνίας διαχρονικών μηνυμάτων του παρελθόντος προς την γυναίκα του σήμερα. Είναι το πρώτο κομμάτι της συλλογής που θα μας οδηγήσει, πριν από το ξεκίνημα της διήγησης, σ’ ένα κόσμημα συμβολικό, την διαχρονική Ομηρική Ελληνίδα, την ΛΑΚΑΙΝΑ.

Η Λάκαινα είναι μια γυναικεία ύπαρξη ιδεατή, που ενσαρκώνεται μέσα από την διήγηση του μύθου και παίρνει εκάστοτε την μορφή μιας γυναίκας σημαντικής για την εξέλιξή του, είτε λόγω της συμβολικής της σημασίας, είτε λόγω του πρωταγωνιστικού της ρόλου, είτε ακόμη λόγω της ιδιότητάς της σαν μητέρας ή συζύγου σημαντικού ήρωα.

Λάκαινες ονομαζόντουσαν οι νεαρές παρθένες που εκπροσωπούσαν την πόλη της Σπάρτης στις γιορτές των Ελενείων. Ήταν ακόμη ο τίτλος χαμένης τραγωδίας του Σοφοκλή, όπου περιγράφεται η κλοπή του Παλλαδίου, ιερού συμβόλου της Αθηνάς που προστάτευε την Τροία, από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Ο χορός αποτελείτο από τις γυναίκες που συνόδευαν την Ελένη και λεγόντουσαν Λάκαινες.

Το κόσμημα, που αντιπροσωπεύει την διαχρονική Ομηρική Ελληνίδα, ξεκινάει στο κέντρο από το συμβολικό σχήμα του ρόμβου, που συμβολίζει την αιώνια θηλυκή αρχή. Με βάση τις γραμμές του κεντρικού σχήματος το εξωτερικό του πλαίσιο αρχίζει να απλώνεται, γιατί ασφυκτιά, θέλει να δημιουργήσει ένα μονοπάτι εκτόνωσης και αυτό είναι η αλυσίδα, που συμβολίζει την πορεία της γυναίκας από την αρχαιότητα ως σήμερα. Παρατηρούμε ότι η αλυσίδα, το μονοπάτι αυτό, δεν ξεφεύγει από τις γραμμές του ρόμβου γιατί κάθε κομμάτι της είναι και μια γυναίκα από το μακρινό χθες έως το σήμερα.

Οι γραμμές του είναι ευθείες και λιτές. Το κόσμημα εκπέμπει συνολικά μια δύναμη και επιβλητικότητα, αλλά έχει και την γοητεία της απλότητας. Μας φέρνει στο νου μια φράση του Kadinsky που λέει ότι «οι γραμμές έχουν μια μυστική ψυχή που σωπαίνει συχνότερα απ’ ότι μιλά».

Και η αφήγησή μας ξεκινάει. Κάποτε, στην Λακωνία της αρχαιότητας, ο ουρανός αγκάλιασε με την θεϊκή του δύναμη την νεφόπεπλη βουνοκορφή και έτσι από την ένωση του Δία και της περήφανης νύμφης Ταϋγέτης, γεννήθηκε ο Λακεδαίμονας, ο άνθρωπος, που όπως λέει το όνομά του ζούσε στα σπήλαια και στα φαράγγια. Το όνομά της κατά τον Ησύχιο σημαίνει μέγα όρος, (μεγαλοκαμωμένη: προέρχεται από το τηύς ή τα?ς που σημαίνει μέγας, πολύς και την ρίζα Γα-γέγαα) και είναι ίσως η αιτία που το πιο όμορφο βουνό της Λακωνικής ονομάστηκε Τα?γετος, όπου κατά την φαντασία των αρχαίων ζούσαν θεοί και πνεύματα.

Στις αρχαίες κοινωνίες οι ακατέργαστες πέτρες είχαν καθαρά συμβολική σημασία και τις θεωρούσαν και αυτές καταλύματα των θεών και των πνευμάτων. Γι’ αυτό το κόσμημα αποτελείται από αυτά τα στοιχεία, τις μικρές ανόμοιες πέτρες που συμβολίζουν τις κορυφές του Ταϋγέτου και έχουν πάνω τους πλήθος σκοτεινά σημεία (πατίνες) που αναπαριστούν τις σπηλιές, τα φαράγγια και τις χαράδρες του βουνού.

Η Ταϋγέτη συμβολίζει την αγέρωχη Ομηρική Λάκαινα που αντέχει σ’ όλους τους καιρούς. Στέκει με το κεφάλι ψηλά όπως της αρμόζει, γνωρίζει ν’ αντιστέκεται στους κακούς καιρούς αλλά και να δημιουργεί ακατάπαυστα όταν αυτοί της το επιτρέπουν. Είναι μια γυναίκα περήφανη, που δεν κάμπτεται από τις δυσκολίες και επιβάλλεται στο χώρο της με την δυναμική της ομορφιά.

Ο ποταμός Ευρώτας πότιζε αδιάκοπα την λακωνική γη και την έκανε γόνιμη και φιλική για τον Λακεδαίμονα. Κι αυτός ζευγάρωσε με την κόρη του ποταμού, την Σπάρτη, δηλαδή την σπορά, την γονιμότητα, και άρχισε να σπέρνει την γη και να δρέπει τους καρπούς της, βάζοντας μαζί με την Σπάρτη τα θεμέλια ενός ολόκληρου πολιτισμού, που τόσο παραστατικά περιγράφει η Λακωνική Μυθολογία, και παρότι τόσο αδικημένος εξακολουθεί να εμπνέει και σήμερα αυτούς που τολμούν να τον αναζητήσουν.

Το κόσμημα που συμβολίζει την Σπάρτη ξεκινάει στη βάση του από ένα σπόρο, ο οποίος μεγαλώνοντας καρποφορεί και γεννάει πολλούς άλλους, που έρχονται να ενωθούν σε μια αλυσίδα εξέλιξης. Είναι η εξέλιξη της γονιμότητας σε όλα τα δυνατά επίπεδα που μπορεί κανείς να την συναντήσει, είτε στο σώμα, είτε στο πνεύμα, είτε στην ψυχή. Ο σπόρος αυτός πολλαπλασιαζόμενος έρχεται με την μορφή της αλυσίδας να τυλιχτεί απαλά στο λαιμό, σαν να ήταν η γή που θα τον κρατήσει για πάντα ζωντανό. Είναι σαν τις νεογέννητες ιδέες, που όταν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αναπτύσσονται και εξελίσσονται, είναι σαν τα νεογέννητα που ακουμπούν με ασφάλεια και τρυφερότητα στην μητέρα τους μέχρι ν’ ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Το κόσμημα στο σύνολό του συμβολίζει την μάνα (κεντρικό θέμα), που αγκαλιάζει τα παιδιά της (κρίκοι) με ανάταση ψυχής. Είναι η Σπάρτη, η γλυκειά και αθόρυβη Λάκαινα, που το έργο της φαίνεται όταν έρχεται η άνοιξη. Είναι μια γυναίκα που θεωρεί την δύναμη της γονιμότητας προνόμιο, και την δημιουργία σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής, προϋπόθεση χαράς και ευτυχίας. Μια γυναίκα που αγαπάει την μητρότητα και αναζητεί τρόπους να αξιοποιήσει την δύναμη δημιουργίας που έχει μέσα της.

Η Σπάρτη και ο Λακεδαίμονας απέκτησαν ένα γιο τον Αμύκλα, που έγινε ο αρχαιότερος ήρωας των Λακωνικών πόλεων και είχε εγγονό του τον ωραίο Υάκινθο, τον αγαπημένο φίλο του θεού Απόλλωνα. Μια μέρα, σε συναγωνισμό δισκοβολίας, ο Απόλλωνας σκότωσε κατά λάθος με τον δίσκο του τον όμορφο φίλο του. Τα άνθη που φύτρωσαν στην ματωμένη γη πήραν το όνομά του και από τότε οι Λάκωνες τελούσαν κάθε Ιούλιο γιορτές για να τον τιμήσουν, τα Υακίνθια.

Η Ταϋγέτη και η Σπάρτη δεν ήταν οι μοναδικές μορφές της Λάκαινας, ήταν όμως οι μόνες συμβολικές. Ακολούθησαν πολλές άλλες, πιο ανθρώπινες, αλλά εξίσου ή και περισσότερο σημαντικές.

Γιός επίσης του Αμύκλα και αδελφός του Υάκινθου ήταν ο μεγαλόψυχος κατά τον Ησίοδο Περιήρης, που παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του Περσέα και της Ανδρομέδας, Γοργοφόνη. Το όνομά της είναι ένα επίθετο της θεάς Αθηνάς που σημαίνει «αυτή που σκότωσε την Γοργό.» Ο Περσέας ονόμασε έτσι την κόρη του για να τιμήσει την θεά που τον βοήθησε να φονεύσει την Μέδουσα (Γοργό) και να σώσει την Ανδρομέδα από το κήτος.

Η Γοργοφόνη ήταν μια από τις σημαντικές Λάκαινες της Λακωνικής Μυθολογίας. Είναι η πρώτη γυναίκα που μετά τον θάνατο του συζύγου της Περιήρη, δεν παρέμεινε άγαμη για το υπόλοιπο της ζωής της όπως απαιτούσε η παράδοση, αλλά παντρεύτηκε τον Οίβαλο, εγκαθιστώντας για πρώτη φορά μητριαρχικά πρότυπα στον αρχαίο κόσμο. Κάτι που έγινε συνήθεια στα επόμενα χρόνια. Επί πλέον η Γοργοφόνη είναι η πρόγονος των περισσοτέρων πρωταγωνιστών και πρωταγωνιστριών της Λακωνικής Μυθολογίας.

Το κόσμημα που την αντιπροσωπεύει θα μπορούσε να έχει το κλασσικό οβάλ ή στρογγυλό σχήμα της ασπίδας, μια και ο μύθος σ’ αυτήν οφείλει την εξέλιξή του. Προτίμησα όμως να χρησιμοποιήσω αυτό το σχήμα που βάση έχει το παραλληλόγραμμο για να συμβολίσω την μεγάλη αλλαγή που έφερε η Γοργοφόνη στη ζωή των γυναικών με το παράδειγμα του δεύτερου γάμου της, αλλά και να επισημάνω την αποφασιστικότητα και σταθερότητα του χαρακτήρα της. Οι πτυχώσεις στην επιφάνεια και τα αφηρημένα σχήματα έχουν στόχο να προκαλέσουν την αντανάκλαση του φωτός που σκορπίζει και διαλύει το κακό. Αυτό ακριβώς που έκανε η ασπίδα της Αθηνάς στα χέρια του Περσέα. Το πατινάρισμα δίνει την αίσθηση του παρελθόντος πάνω στο οποίο οικοδομείται το μέλλον, που αποδίδεται από τις μοντέρνες γραμμές του σχεδίου. Στο κόσμημα ενώνονται η ωριμότητα της παράδοσης με την δυναμική του μοντέρνου, χαρακτηρίζοντας μια γυναίκα που παίρνει την ζωή στα χέρια της και ανοίγει καινούργιους δρόμους και ορίζοντες όχι μόνο για τον εαυτό της αλλά και για την κοινωνία στην οποία ζει.

Η Γοργοφόνη απέκτησε με τον Περιήρη τον Λεύκιππο, τον Αφαρέα και τον Ικάριο, και με τον Οίβαλο τον Τυνδάρεω.

Ικάριος ενώθηκε με την νύμφη Περιβόϊα και απέκτησε την γνωστή σε όλους μας Πηνελόπη. Το όνομά της προέρχεται από το πηνίο που είναι το υφάδι και σημαίνει «υφάντρια» (κατά τον Κρούσιον πήνη + λέπω = η εκδιαλύουσα το πανίον). Ήταν σύζυγος του πολυμήχανου Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης, και όπως περιγράφει ο Όμηρος, υποσχέθηκε στους μνηστήρες, που την πίεζαν να παντρευτεί κάποιον από αυτούς, ότι θα έκανε την επιλογή της μόλις τελείωνε το ύφασμα που ύφαινε, για να το κάνει δώρο στον νέο βασιλιά. Έτσι, περιμένοντας με αμείωτη ελπίδα και υπομονή την επιστροφή του αγαπημένου της Οδυσσέα, επί δέκα χρόνια, όλη την ημέρα ύφαινε, ενώ την νύχτα ξήλωνε κρυφά ό,τι είχε φτιάξει, με αποτέλεσμα το υφαντό να μην τελειώνει ποτέ.

Το κόσμημα είναι διακριτικό και φίνο. Η αλυσίδα είναι όλη πλεγμένη στο χέρι σαν το υφαντό της ηρωίδας που συμβολίζει. Το περίτεχνο πλέξιμό της φέρει τα χαρακτηριστικά της υπομονής και της επιμονής που απαιτεί η κατασκευή της. Το κεντρικό θέμα «τυλιγμένο» με κόκκινο σμάλτο συμβολίζει την φλόγα της αγάπης που κρύβει η Πηνελόπη στην καρδιά της, αλλά και προοιωνίζει την χαρά που έρχεται με την επιστροφή του Οδυσσέα.

Η Πηνελόπη είναι η Ομηρική Ελληνίδα σύμβολο της συζυγικής πίστης και αφοσίωσης. Είναι μια γυναίκα προικισμένη με τεράστια αποθέματα υπομονής, επιμονής, και ανεξάντλητη δύναμη ελπίδας, που με γλυκύτητα αλλά και πονηριά αντιστέκεται στις δυσκολίες και στις πιέσεις των τρίτων μέχρι να έλθει το πλήρωμα του χρόνου που θα την δικαιώσει.

Ο Τυνδάρεω εξεδιώχθη από την Σπάρτη από τον αδελφό του Ιπποκόωνα και κατέφυγε στην Αιτωλία όπου παντρεύτηκε την πανέμορφη κόρη του βασιλιά Θυέστη Λήδα. Όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Ιπποκόωνα, επέστρεψε στην Σπάρτη όπου βασίλεψε μαζί με την Λήδα, και απέκτησε μαζί της τρεις κόρες την Τιμάνδρα, την Φιλονόη και την Κλυταιμνήστρα.

Ο Ησίοδος μας πληροφορεί, ότι όταν κάποτε ο Τυνδάρεω έκανε θυσία προς τιμήν των θεών, λησμόνησε την θεά της ομορφιάς Αφροδίτη, γι’ αυτό και εκείνη οργισμένη διέλυσε την οικογενειακή ευτυχία των θυγατέρων του Τυνδάρεω. Έτσι η εύρωστη Τιμάνδρα παντρεύτηκε τον βασιλιά και ήρωα της Τεγέας Έχεμο και αργότερα τον εγκατέλειψε για να παντρευτεί τον Φυλέα, γιό του βασιλιά της Ήλιδας. Παρόμοια με την Τιμάνδρα η εκδίκηση της θεάς συνεχίστηκε στην Κλυταιμνήστρα, και στην Ελένη.

Η Τιμάνδρα, που το όνομά της σημαίνει «τιμώ την ανδρεία», παντρεύτηκε τον βασιλιά και ήρωα της Τεγέας Έχεμο, ο οποίος είχε σκοτώσει σε μονομαχία τον γιό του Ηρακλή Ύλλο. Αργότερα τον εγκατέλειψε για να παντρευτεί τον Φυλέα, γιό του βασιλιά της Ήλιδας Αυγεία. Ο Ησίοδος την αναφέρει ως «εύρωστη Τιμάνδρα».

Το σχέδιο του κοσμήματος είναι συγχρόνως κλασσικό αλλά και μοντέρνο, προσδίδοντάς του ένα στοιχείο διαχρονικότητας. Το ευρύ άνοιγμα των δύο πλευρών του σε συνδυασμό με την λιτότητα που το χαρακτηρίζει υποδηλώνει μια γυναίκα δυναμική και ελεύθερη, εύρωστη όχι μόνο στη σωματική διάπλαση αλλά και στο πνεύμα. Γιατί μόνο μια γυναίκα με δύναμη χαρακτήρα θα μπορούσε να τιμά την ανδρεία, όπως δηλώνει το όνομά της, και να καθορίζει με αποφασιστικότητα το μέλλον της. Οι πέτρες από σοδαλίτη που συγκρατούν το κόσμημα, υπονοούν μια κάποια σκληρότητα που μπορεί να κρύβει ένας τέτοιος χαρακτήρας χωρίς να προκαλεί δυσαρμονία, γι’ αυτό και αγκαλιάζουν το κόσμημα με τις ασημόγκριζες ανταύγειες τους, που δένουν με το χρώμα του μετάλλου, και δημιουργούν έτσι ένα , από αισθητική άποψη, αρμονικό σύνολο.

Είναι κι αυτή μια δυναμική Λάκαινα που δεν μεμψιμοιρεί, αλλά παίρνει την ζωή στα χέρια της και έχει την δύναμη να αλλάξει πορεία αν χρειάζεται.

Η αδελφή της Τιμάνδρας η όμορφη Φιλονόη ήταν μια γυναίκα που όπως δηλώνει το όνομά της (φίλος + νόηση) αγαπούσε την πνευματική ζωή. Η τάση της αυτή την οδήγησε να παραμείνει σ’ όλη της την ζωή αγνή και γι’ αυτό η θεά της Αγνότητας Άρτεμις μετά θάνατον την έκανε αθάνατη.

Το σχήμα του κοσμήματος δεν είναι τυχαίο. Θυμίζει το σχήμα μιας μήτρας που δεν γονιμοποιήθηκε ποτέ. Τα μαργαριτάρια που το στολίζουν, σαν σύμβολα της αγνότητας, και το απαλό χρώμα του ασημιού έρχονται να επιβεβαιώσουν τους συμβολισμούς του θέματος. Η Φιλονόη είναι η Λάκαινα – σύμβολο της αγνότητας με την εσωτερική καθαρότητα, πνευματικότητα αλλά και απλότητα, που περνάει μηνύματα καλοσύνης, αγνότητας και αγάπης.

Αδελφή των δύο προηγουμένων ήταν η Κλυταιμνήστρα, η σύζυγος του Αγαμέμνονα, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά: την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τον Ορέστη. Το όνομά της προέρχεται από το κλυτός + μνάομαι και σημαίνει αυτήν που επιζητεί τα αξιώματα. Δεν ήταν καθόλου τυχαία γυναίκα, αλλά μια βασίλισσα που η ζωή την έφερε αντιμέτωπη με απίστευτες καταστάσεις. Η ίδια δεν έχει και πολλά ερίσματα για να αγαπάει τον Αγαμέμνονα, διότι πριν από αυτόν ήταν παντρεμένη με τον βασιλιά της Πίσσας Τάνταλο, εναντίον του οποίου εκστράτευσε ο Αγαμέμνονας και τον σκότωσε μαζί με το νεογέννητο παιδί της. Κατόπιν την παντρεύτηκε και αργότερα, προκειμένου να θυσιάσει την κόρη τους Ιφιγένεια στην θεά Άρτεμη, για να επιτρέψει την αναχώρηση των ελληνικών πλοίων για την Τροία, την ξεγέλασε λεγοντάς της ότι έπρεπε να φέρει την Ιφιγένεια στην Αυλίδα για να την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Η Κλυταιμνήστρα όμως δεν συγχώρησε ποτέ τον Αγαμέμνονα για τις πράξεις του, και κατά την διάρκεια της δεκαετούς απουσίας του στην Τροία, συνδέθηκε με τον Αίγισθο, και τον σκότωσαν αμέσως μετά την επιστροφή του από την Τροία. Εν συνεχεία παντρεύτηκε τον Αίγισθο, τον έκανε βασιλιά και απέκτησε μαζί του τρία παιδιά : Την Ηριγόνη (παλλακίδα του Ορέστη), τον Αλήτη και την δεύτερη Ελένη.

Μετά από χρόνια ο Ορέστης με την βοήθεια του φίλου του Πυλάδη σκότωσε τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα, και την κόρη της Ελένη αλλά έφυγε κυνηγημένος από τις Ερινύες, και αναζήτησε προστασία στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο Απόλλων του είπε να πάει στην Αθήνα και να ζητήσει την προστασία της Αθηνάς. Η Αθηνά εισάκουσε τις παρακλήσεις του και συνέστησε ένα δικαστήριο από γέροντες Αθηναίους για να τον κρίνουν. Το δικαστήριο, που ονομάστηκε Άρειος Πάγος και έκτοτε δικάζει τις ανομίες των ανθρώπων, αφού άκουσε το κατηγορητήριο από τις Ερινύες και την κατάθεση υπεράσπισης του Ορέστη από τον θεό Απόλλωνα, αποφάσισε, παρά την ισοψηφία μεταξύ των δικαστών, την αθώωση του Ορέστη, χάρις στην θετική ψήφο της Αθηνάς, που προέδρευε. Ο Ένγκελς και ο Βαχόφεν θεωρούν ότι ο ανωτέρω μύθος απεικονίζει την πάλη που γίνεται εκείνη την εποχή ανάμεσα στην μητριαρχία που εξαφανίζεται και στην πατριαρχία που ανεβαίνει. Υπερασπιστές της μητριαρχίας είναι οι Ερινύες και της πατριαρχίας ο Απόλλωνας και η Αθηνά. Εν τέλει η πατριαρχία νίκησε.

Το κόσμημα, εντυπωσιακό, έχει την μεγαλοπρέπεια μιας βασίλισσας. Οι δύσκολες στιγμές που έζησε η Κλυταιμνήστρα αλλά και η αγριότητά τους μπορούσαν να αποδοθούν μόνο με την άγρια επιφάνεια του μετάλλου. Οι πατίνες πάνω σ’ αυτό συμβολίζουν τα σκοτεινά σημεία του χαρακτήρα της αλλά και τις ραδιουργίες της. Το κόσμημα συμβολίζει μια γυναίκα δυναμική, παρορμητική και φιλόδοξη, εκδικητική όταν την αδικούν, που δεν φοβάται να αναλάβει κινδύνους προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της τους οποίους επιδιώκει με ένταση ψυχής.

Την μητέρα της Κλυταιμνήστρας, Λήδα, την είδε κάποια μέρα ο Δίας να λούεται στον Ευρώτα και την ερωτεύθηκε. Για να την κατακτήσει, ζήτησε την βοήθεια της Αφροδίτης η οποία τον μεταμόρφωσε σε κύκνο και εκείνη πήρε την μορφή αετού, που τον κυνηγούσε. Ο Δίας-κύκνος ζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά της Λήδας, που τον αγκάλιασε με τρυφερότητα για να τον προστατεύσει. Από αυτόν τον εναγκαλισμό η Λήδα γέννησε δύο αυγά. Από το ένα βγήκε η Ωραία Ελένη, και από το άλλο οι Διόσκουροι.

Ο μοναδικός αυτός ερωτικός μύθος, που έχει διάφορες παραλλαγές, έγινε αγαπημένο θέμα πολλών μεγάλων ζωγράφων σ΄ όλο τον κόσμο. Έτσι σχετικούς πίνακες συναντάμε σε διάφορα Μουσεία και Πινακοθήκες διεθνώς.

Το σχήμα του κοσμήματος εμπνευσμένο από την μορφή του Δία-κύκνου είναι ένα σύμπλεγμα από απαλές καμπύλες γραμμές που δίνει την εντύπωση δύο αγκαλιασμένων κύκνων που εκπέμπουν την τρυφερότητα που χαρακτηρίζει την ένωσή τους αλλά και την ίδια την Λήδα. Το μέταλλο, απαλό και λείο, σαν το δέρμα της τρυφερής Λάκαινας, που δεν λούζεται μόνο στον Ευρώτα αλλά και στο φώς του ήλιου, λάμπει. Η αλυσίδα που το στηρίζει θυμίζει μικρά κομμάτια από τις καλαμιές του Ευρώτα και για να ολοκληρωθεί αισθητικά στολίζεται με μικρά διακριτικά μαργαριτάρια.

Η Λήδα είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος της τρυφερής, προστατευτικής και γοητευτικής Λάκαινας την οποία πάντα θα συναντάμε μέσα στους αιώνες.

Οι Διόσκουροι, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, ήταν ίσως οι πιο αγαπητοί ήρωες των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι τους επικαλούντο στους πολέμους και τους θεωρούσαν προστάτες των ναυτικών. Ο Πολυδεύκης ήταν αθάνατος, ενώ ο Κάστωρ θνητός. Όταν σε μια μάχη με τους Αφαρίδες ΄Ιδα και Λυγκέα φονεύθηκε ο Κάστωρ και ο Δίας ανέβασε τον Πολυδεύκη στον ουρανό, εκείνος δεν αποδεχόταν την αθανασία λόγω της αδελφικής αγάπης του προς τον Κάστορα και ο Δίας του επέτρεψε να την μοιραστή μαζί του. Έτσι την ημέρα ζούσε στον ουρανό ο Πολυδεύκης και την νύχτα ο Κάστωρ, συμβολίζοντας την εναλλαγή Ηλίου και Σελήνης.

Απήγαγαν και παντρεύτηκαν δύο σπάνιας καλλονής Λάκαινες, τις κόρες του Λεύκιππου. Ο Κάστωρ πήρε την Ιλάειρα, που το όνομά της είναι άλλη ονομασία της Σελήνης και ο Πολυδεύκης την Φοίβη, που το όνομά της θα πει Αυγή και έγινε η Λάκαινα σύμβολο της νεότητας.

Η Ιλάειρα, κόρη του Λεύκιππου και της Φιλοδίκης, ήταν ιέρεια της Αφροδίτης. Το όνομά της είναι άλλη ονομασία της Σελήνης, και όπως κι αυτή, είναι φορέας της αλλαγής, σύμβολο του παγκοσμίου γίγνεσθαι, της ανάστασης, της αθανασίας και των κύκλων της αιωνιότητας.

Ο ρόμβος από τον οποίο ξεκινά το βασικό θέμα του κοσμήματος συμβολίζει την αιώνια θηλυκή αρχή, αλλά ανοίγοντας προς τα πάνω δείχνει τις αλλαγές που συντελούνται μέσα στον κύκλο της αιωνιότητας καθώς το σχήμα μοιράζεται σε περισσότερα τμήματα. Θαρρείς ότι αλλάζει μορφές και διάθεση, σαν την Σελήνη. Το κόσμημα είναι από ασήμι, που είναι το συμβολικό μέταλλο της Σελήνης, και το συνολικό του σχήμα, απέριττο και ισορροπημένο, δίνει μια κατεύθυνση, που σε συνδυασμό με την πλεκτή αλυσίδα συμβολίζει την αέναη κίνηση προς μια συγκεκριμένη πορεία, χαράζοντας έτσι τις γραμμές του πεπρωμένου.

Το κόσμημα στο σύνολό του συμβολίζει μια γυναίκα έξυπνη, ανήσυχη, με ασταμάτητες αναζητήσεις, που αρέσκεται στην ποικιλία της ζωής και στην συνεχή αλλαγή και ανανέωση. Η Ιλάειρα είναι μια Λάκαινα που διαθέτει ποιότητα και γνώση και χρησιμοποιεί το μυαλό της για να αλλάξει το κάθε τι προς το καλύτερο, ακολουθώντας την πορεία προς την πλήρωση, όπως η Σελήνη πριν από την πανσέληνο.

Η Φοίβη, η αδελφή της Ιλάειρας, ήταν ιέρεια της Αθηνάς και έγινε σύζυγος του Πολυδεύκη. Το όνομά της προέρχεται από το φάος δηλ. φώς και σημαίνει Αυγή, ένα άλλο όνομα της Ηούς. Η Φοίβη ήταν ερωτευμένη με ότι ήταν νέο και λαμπρό. Είχε απαγάγει πλήθος ωραίων νέων για τα κάλλη και την νεότητά των. Τελευταίο απήγαγε τον Τιθωνό, για τον οποίο ζήτησε από τον Δία να του χαρίσει την αθανασία, αλλά ξέχασε να του ζητήσει και την αιώνια νεότητα. Έτσι ο Τιθωνός άρχισε να γερνάει και μένοντας αθάνατος σε πολύ βαθειά γεράματα έμεινε στην ιστορία σαν σύμβολο του έσχατου γήρατος. Στην ερμηνεία του μύθου ο Τιθωνός συμβολίζει την ημέρα που φεύγει και έρχεται.

Το κόσμημα μοιάζει λίγο με σύννεφο, λίγο με χαρούμενη αγκαλιά, που είναι έτοιμη να δεχθεί κάθε τι καινούργιο. Το χρυσό στοιχείο στο κέντρο συμβολίζει το φως της αυγής, που έρχεται να διώξει την ομίχλη της νύχτας και το ασημένιο φως του φεγγαριού. Τα μαργαριτάρια που το συγκρατούν είναι τα μονοπάτια της Σελήνης που φεύγει αφήνοντας να την διαδεχθεί η νέα ημέρα.

Η Φοίβη συμβολίζει την γυναίκα που χαρακτηρίζεται από νεότητα, όχι απαραίτητα αυτή του κορμιού, αλλά αυτή της ψυχής που εκπέμπεται παντοτινά. Εκπέμπει την νεότητα, δεν φοβάται το καινούργιο, τολμά να ανανεώνεται, είναι προοδευτική και καινοτόμος και σαν την αυγή που ξημερώνει κάθε μέρα, έτσι κι αυτή φέρνει κάτι νέο και σημαντικό για να φωτίσει με το δικό της φώς την πορεία του κόσμου.

Η αδελφή των Διόσκουρων Ελένη ήταν η ωραιότερη των θνητών. Γράφει γι΄αυτήν ο Ησίοδος:

«Στην μορφή έμοιαζε με την χρυσοστόλιστη Αφροδίτη,
και είχε μάτια λαμπερά και χαριτωμένες κινήσεις
σαν τις Χάριτες, η μαυρομάτα κόρη»

Το όνομά της σημαίνει «έκλαμπρος ωραιότης» και ήταν τόσο ξακουστή για την ομορφιά της, ώστε να την ζητάνε για σύζυγό τους οι αξιότεροι σε δύναμη, βιός και γενναιότητα βασιλιάδες όλης της Ελλάδας, ακόμα και αυτός ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας. Ο συνετός Τυνδάρεω τους έβαζε να υποσχεθούν ότι, αν κανένας την έπαιρνε με το ζόρι, θα εκστράτευαν εναντίον του όλοι οι άλλοι, για να τον τιμωρήσουν. Εκείνη διάλεξε τον αντρειωμένο γιό του Ατρέα και αδελφό του Αγαμέμνονα Μενέλαο, που μετά τον θάνατο του Τυνδάρεω έγινε βασιλιάς της Σπάρτης, και απέκτησε μαζί του μια κόρη την Ερμιόνη.

Στην γιορτή των θεών στη σπηλιά του κενταύρου Χείρωνα που έγινε για τον γάμο του ήρωα Πηλέα με την θεά Θέτιδα ξέχασαν να καλέσουν μόνον την Έριδα, θεά της δι-χόνοιας. Εκείνη, για να εκδικηθεί τους θεούς, πήρε ένα χρυσό μήλο, έγραψε πάνω «στην ομορφότερη» και το άφησε χωρίς να την ειδούν πάνω στο τραπέζι. Οι θεοί είδαν «το μήλο της Έριδας». Αλλά ποια ήταν η πιο όμορφη για να της το δώσουν; Μεγάλη διαμάχη άναψε μεταξύ των τριών θεών: της Ήρας, της Αθηνάς και της Αφροδίτης. Ο Δίας αποφεύγοντας να γίνει κριτής, έδωσε εντολή στον Ερμή και στις θεές να πάνε στη πλαγιά της Ίδης στα περίχωρα της Τροίας, όπου την απόφαση για το ποια είναι ομορφότερη θα έπαιρνε ο ωραίος γιος του βασιλιά Πριάμου, Πάρις, τον οποίο ο λαός χάριν της δύναμης και της παλικαριάς του τον είχε ονομάσει Αλέξανδρο (δηλ. νικητή). Ο Πάρις όμως τις κοίταζε και δεν μπορούσε να αποφασίσει. Οπότε εκείνες άρχισαν να του τάζουν μεγάλες αμοιβές. Η Ήρα του υποσχέθηκε να τον κάνει βασιλιά σε όλη την Ασία, η Αθηνά να του φέρει δόξα και νίκη στους πολέμους και η Αφροδίτη να του δώσει για γυναίκα του την ομορφότερη των θνητών, την Ελένη την κόρη του Δία και της Λήδας. Ο Πάρις μόλις άκουσε την Αφροδίτη της έδωσε το μήλο και την ανακήρυξε την ωραιότερη ανάμεσα στις θεές. Έτσι ο Πάρις, παρασυρμένος από τα παιγνίδια των θεών, αλλά και μαγεμένος από την μοιραία γοητεία της Λάκαινας, την απήγαγε και τότε οι μνηστήρες, συνεπείς στην υπόσχεσή τους, εκστράτευσαν κατά της Τροίας και την κατέλαβαν μετά από δεκαετή αιματηρή πολιορκία. Οι Λάκωνες θεοποίησαν την Ελένη και γιόρταζαν προς τιμήν της τα Ελένεια.

Το κόσμημα ξεκινάει από ένα θέμα που έχει το σχήμα του στέμματος, διότι η Ελένη ήταν βασίλισσα. Η αλυσίδα που το συγκρατεί αποτελείται από χαριτωμένα δαντελένια στοιχεία που συμβολίζουν την θηλυκότητα και την χάρη και από άλλα συμπαγή, στολισμένα όπως το κεντρικό θέμα με χαρακτικά που συμβολίζουν το πόσο σημάδεψε τον κόσμο αυτός ο μύθος (ή πραγματικότητα;). Τέλος μικρές χάντρες από γρανάτη, την πέτρα που προκαλεί παθιασμένο έρωτα, στολίζουν συμβολικά το κόσμημα, δεμένες σαν τσαμπιά σταφυλιού, από το οποίο βγαίνει το κρασί, το ποτό της μέθης και του έρωτα, ο οποίος έγινε η αφορμή του Τρωικού πολέμου.

Η Ελένη είναι ένα σύμβολο. Είναι το σύμβολο της πραγματικής, της φυσικής ομορφιάς, μπροστά στην οποία και οι θεοί υποκλίνονται. Είναι συγχρόνως και το σύμβολο της μοιραίας γυναίκας που το πέρασμά της προκαλεί γεγονότα και καταστάσεις που σημαδεύουν ανεξίτηλα την Ιστορία.

Η κόρη της ωραίας Ελένης, η Ερμιόνη, είχε ομορφιά ανάλογη της μητέρας της και παντρεύτηκε, τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο. Εκείνος όμως προτιμούσε την αιχμάλωτή του Ανδρομάχη (χήρα του Έκτορα) από την ίδια, κι έτσι η αγανακτισμένη Λάκαινα υποκίνησε τον μητραλοία Ορέστη, να δολοφονήσει τον Νεοπτόλεμο και στη συνέχεια τον παντρεύτηκε. Από τον γάμο τους γεννήθηκε ο Τισσαμενός, κατά την διάρκεια της βασιλείας του οποίου έγινε η κάθοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο σηματοδοτώντας το τέλος της Λακωνικής Μυθολογίας.
Το κόσμημα αποτελείται από ένα μενταγιόν που το σχήμα του έχει στιβαρότητα, όγκο, πλαστικότητα και ζωντανεύει ακόμη περισσότερο με τα δύο μεταλλικά χρώματα, που έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, όπως τα συναισθήματα που βίωσε η Ερμιόνη. Το σκούρο χρώμα του γραφίτη συμβολίζει τις πίκρες που πέρασε. Αρχικά όταν έφυγε η μητέρα της με τον Πάρι, και κατόπιν όταν ο άνδρας της προτιμούσε την χήρα του Έκτορα από την ίδια. Το φωτεινό χρώμα του χρυσού συμβολίζει τις μεγάλες αλλαγές της ζωής της, τις οποίες προκάλεσε αποφασιστικά. Αφήνοντας πίσω την πίκρα και ζώντας πια μέσα στο φως της χαράς, προχωράει σε μια διαφορετική ζωή, την οποία η ίδια ορίζει, και επί πλέον γεύεται την χαρά, που τόσο είχε στερηθεί στο παρελθόν. Η αλυσίδα με τα διπλά στοιχεία ενωμένα συμβολίζει την τελική της ένωση με τον Ορέστη.

Η Ερμιόνη συμβολίζει την έξυπνη και γοητευτική γυναίκα, που δεν ανέχεται να την προσβάλλουν και δεν συγχωρεί να την περιφρονούν. Μια γυναίκα που έχει το χάρισμα να σαγηνεύει και ξέρει να το χρησιμοποιεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής.

Εδώ τελειώνει και ο μύθος μας για να παραχωρήσει την θέση του στην Ιστορία. Αυτή την Ιστορία που η Ομηρική μας Ελληνίδα καλείται να συνεχίσει με σταθερό βήμα, κοιτάζοντας μακριά και ψηλά στο μέλλον.


Χαρακτηριστικό κόσμημα αυτής της σύνδεσης μύθου και ιστορικής πραγματικότητας είναι το κόσμημα Σπαρτιάτισσα Φαινομηρίς.

Το σχεδίασα σύμφωνα με την περιγραφή του Ξενοφώντα που λέγει ότι οι Έλληνες και δη οι Αθηναίοι ονόμαζαν τις Σπαρτιάτισσες «Φαινομηρίδες» επειδή όταν γυμναζόντουσαν φορούσαν έξωμο χιτώνα κοντό μέχρι τα γόνατα, άρραφο στα πλάγια, που τον συγκρατούσαν με περόνες και λεγόταν «περονήτις ή περονατρίς». Όταν λοιπόν περπατούσαν ή έτρεχαν σηκωνόντουσαν τα πλαϊνά του χιτώνα και φαινόντουσαν οι μηροί τους. Αυτές λοιπόν οι γυναίκες με την ελεύθερη περπατησιά, που το σώμα τους δεν φυλακίστηκε ποτέ στα σπάργανα, είχαν παρόμοια ελεύθερο πνεύμα και ψυχή και δίδασκαν το ιδανικό της ελευθερίας. Ιδανικό που κληροδότησαν με τις πράξεις τους σε μας τους μεταγενέστερους. Μια κληρονομιά που είναι πολύτιμο στολίδι στην Ελληνική Ιστορία.

Ο σαγηνευτικός χρυσοϋφαντος πέπλος του Μύθου τύλιξε την Ομηρική Ελληνίδα και την έκανε αθάνατη. Ίσως γιατί ο πυρήνας του Μύθου μοιάζει σαν σχέδιο πεπρωμένου. Ίσως γιατί, όπως λέει η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «οι μύθοι καταφέρνουν να ξεφεύγουν από τον χρόνο που επιχειρεί να τους μεταμφιέσει, γιατί έχουν την αξία των σημείων και των συμβόλων». Έτσι η Ομηρική Λάκαινα, από την αυγή της Ιστορίας έγινε γυναίκα σύμβολο, έγινε η ηρωίδα που δοκιμάστηκε από την μοίρα που σμίλεψε το κύτταρό της. Είναι η Ομηρική Ελληνίδα, που γνώρισε το άγγιγμα των θεών και την πίκρα των ανθρώπων. Είναι η Ομηρική Ελληνίδα, που δεν υποτάχθηκε ποτέ και πήρε την ζωή της στα χέρια της. Είναι αυτή, η υπέροχη, η όμορφη, η γοητευτική, το ίδιο σύγχρονη με μας, που χωρίς να το καταλαβαίνουμε την ακολουθούμε και την εξελίσσουμε. Είναι η αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Είναι ένας Ευρώτας, που ακόμη και σήμερα κοιλά μέσα στις φλέβες μας. Είναι ένας Ταϋγετος, που μας βάζει στόχους θεϊκούς.

Είναι η ΛΑΚΑΙΝΑ,
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ
ακόμη και αν η ηλικία της είναι μόλις 3.000 ετών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. «Ελληνική Μυθολογία» P. Decharme, έκδοση «Χρήσιμα βιβλία» 1959

2. «Ελληνική Μυθολογία» Ι. Θ. Κακριδή, έκδοση «Εκδοτική Αθηνών» 1986

3. «Ωγυγία ή Αρχαιολογία» Α. Σταγειρίτη, έκδοση «Ελεύθερη Σκέψη» 1996

4. «Οι Ελληνικοί Μύθοι» Ρ. Γκρέϊβς, έκδοση «Κάκτος» 1998

5. «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» Δρανδάκη, έκδοση «Πυρσός» 1926

6. «Ιστορία του Πολιτισμού» W. Durant, έκδοση «Αφοί Συροπούλου & Κουμουνδουρέα Ο.Ε» 1965

7. «Ησιόδου Αι Ηοίαι» έκδοση «Παπύρου»

8. «Ησιόδου Θεογονία» έκδοση «Παπύρου»

9. «Ομήρου Ιλιάς» έκδοση «Παπύρου»

10. «Ομήρου Οδύσσεια» έκδοση «Παπύρου»

11. «Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος» έκδοση «Παπύρου»

12. «Ξενοφώντος Λακωνικά» έκδοση «Παπύρου»

13. «Λακωνικά Παυσανία» έκδοση «Παπύρου»

14. «Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης» Liddel – Scott έκδοση «Κωνσταντινίδη» 1901

15. «Ομηρικό Λεξικό» Κρουσίου έκδοση «Α. Κορομηλά», Αθήνα 1876

16. «Ομηρικό Λεξικό» Α. Κοφινιώτου έκδοση «Ο Παλαμήδης» Αθήνα 1886

17. «Ομηρικό Λεξικό» Georg Autenrieth έκδοση «Π. Δ. Σακελλαρίου» Αθήνα 1893